Live τώρα    
18°C Αθήνα
ΑΘΗΝΑ
Αίθριος καιρός
18 °C
14.5°C19.6°C
3 BF 59%
ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ
Σποραδικές νεφώσεις
16 °C
13.5°C17.7°C
1 BF 73%
ΠΑΤΡΑ
Αίθριος καιρός
17 °C
14.3°C16.6°C
2 BF 63%
ΗΡΑΚΛΕΙΟ
Ελαφρές νεφώσεις
16 °C
14.8°C18.0°C
1 BF 58%
ΛΑΡΙΣΑ
Αίθριος καιρός
16 °C
16.3°C16.3°C
1 BF 65%
Το πορτραίτο ενός συνθέτη
  • Μείωση μεγέθους γραμματοσειράς
  • Αύξηση μεγέθους γραμματοσειράς
Εκτύπωση

Το πορτραίτο ενός συνθέτη

Ο Γιώργος Απέργης, γεννημένος τον Δεκέμβριο του 1945, είναι αυτή τη στιγμή ένας από τους σημαντικότερους συνθέτες σύγχρονης μουσικής παγκοσμίως. Με καριέρα που ξεκινάει από τα τέλη της δεκαετίας του ’60 και φτάνει μέχρι τις μέρες μας, είναι ένας καλλιτέχνης που δεν σταμάτησε ποτέ να πειραματίζεται, να εξελίσσεται, να ανοίγει νέους δρόμους και να αφήνει το στίγμα του, είτε μιλάμε για φωνητική μουσική είτε για όπερα, για μουσική δωματίου ή ορχήστρας και φυσικά για μουσικό θέατρο, στο οποίο αποτελεί το απόλυτο σημείο αναφοράς, μαζί με τον Αργεντινό Mauricio Kagel.

Πολυγραφότατος όσο κι ανεξάρτητος, δεν εντάχθηκε ποτέ σε κάποιο ρεύμα ή σε κάποια «σχολή». Ακολούθησε, ή μάλλον χάραξε, δρόμο απόλυτα προσωπικό κι ιδιαίτερο, ξεχωρίζοντας από μικρός και χτίζοντας, χωρίς ποτέ να χρειαστεί να κάνει εκπτώσεις, μια σχέση εμπιστοσύνης με το κοινό που τον ακολουθεί πιστά και πληθαίνει έκτοτε. Η μουσική του χαρακτηρίζεται διαχρονικά από την ελευθερία με την οποία ενσωματώνει και αφομοιώνει στοιχεία εξωμουσικά, την εφευρετικότητα χάρη στην οποία μπορεί να χρησιμοποιήσει οτιδήποτε, από ένα φύλλο χαρτί μέχρι ένα μήλο ή έναν ηλεκτρονικό υπολογιστή, και να το κάνει αναπόσπαστο μέρος μιας σύνθεσης, καθώς και την ικανότητα να συγκινεί χωρίς ποτέ να καταφεύγει σε τυποποιημένες ή εύκολες λύσεις. Το έργο τού Απέργη εμπνέεται από τον άνθρωπο κι απευθύνεται στον άνθρωπο, σέβεται την Ιστορία και συνδιαλέγεται μαζί της χωρίς να φυλακίζεται μέσα σε αυτήν, ζει το εκάστοτε παρόν χωρίς καμία νοσταλγία και έχει πάντα το βλέμμα στραμμένο στο μέλλον, πολλές φορές αναγγέλλοντας πρακτικές και τάσεις που θα γίνουν ευρέως αποδεκτές πολύ αργότερα.

Παρ’ ότι έχει ζήσει όλη του την ενήλικη ζωή στη Γαλλία, η μουσική του δεν έχει ουσιαστικά τίποτα το «γαλλικό». Οι αρμονίες του παραείναι τραχιές και καθόλου αυτάρεσκες για να είναι γαλλικές, η εκπληκτική δουλειά που έχει κάνει πάνω στη γαλλική γλώσσα δεν θα μπορούσε να γίνει, και ποτέ δεν έγινε, από κάποιον Γάλλο συνθέτη, η ευθύτητα του μουσικού του λόγου, τα σαφή περιγράμματα και η απόλυτη αποστροφή του προς κάθε τι το ακαδημαϊκό και το δογματικό, μαρτυρούν έναν άνθρωπο που, αν και μετανάστευσε σε πολύ νεαρή ηλικία, δεν επεδίωξε ποτέ του να υπαχθεί στις μόδες που κυριαρχούσαν κατά καιρούς στη δεύτερη πατρίδα του. Το έργο του αναγνωρίστηκε παρ’ ότι, ή επειδή, ποτέ δεν προσπάθησε να κολακεύσει τη χώρα που τον έθρεψε από τα 17 του και μετά. Στάθηκε απέναντί της και της έδωσε τη δική του εντελώς προσωπική ματιά, σεβόμενος απόλυτα τις ιδιαιτερότητές της, ιστορικές, γλωσσολογικές, αισθητικές ή σημειολογικές, και κρατώντας πάντα μιαν απόσταση που του επέτρεπε να βλέπει τα πράγματα όσο πιο αντικειμενικά γίνεται, τόσο ώστε να μπορεί μετά να τα μεταπλάσει με βάση το δικό του γούστο και τα καλλιτεχνικά του «θέλω». Δεν είναι εξάλλου τυχαίο ότι, μετά από 53 και πλέον χρόνια, δεν πήρε ποτέ τη γαλλική υπηκοότητα. « Ήθελα να μείνω Έλληνας », μου είχε πει κάποτε.

Το έργο τού Απέργη θα μπορούσε να χαρακτηριστεί σαν μια τεράστια δενδροειδής διακλάδωση: ένας κορμός –οι βασικές αρχές που παραμένουν αναλλοίωτες σχεδόν– και κλαδιά που γεννούν άλλα κλαδιά, τα οποία με τη σειρά τους χωρίζονται ξανά και ούτω καθεξής – ιδέες, τεχνικές και θέματα που ξεπετάγονται, μετά χάνονται για κάποια χρόνια, για να επανέρθουν αργότερα.

Υπάρχει καταρχάς η μουσική αυτή καθαυτή, η σύνθεση, η πράξη τού γράφειν, με την πλέον κλασσική έννοια του όρου. Ο Απέργης είναι ένας εργάτης της μουσικής, γράφει σχεδόν όπως θα έγραφε ένας συνθέτης τον 19ο αιώνα: αντίστιξη, αρμονία, «μετατροπίες», ρυθμός, μοτίβα. Το γεγονός ότι η μουσική του υπήρξε ανέκαθεν ατονική δεν τον εμποδίζει να αντιμετωπίζει το υλικό του και τις νότες του όπως θα τις αντιμετώπιζε ο Μπαχ ή ο Μπετόβεν, εξαντλώντας κάθε δυνατό συνδυασμό στο πεδίο του εφικτού και διευρύνοντας παράλληλα το πεδίο αυτό, πειραματιζόμενος με κάθε λογής ήχο, αντικείμενο ή σκηνική δράση. Ακόμα και τα διάφορα αντικείμενα που θα ενταχθούν, πάντα με τρόπο οργανικό, σε ένα έργο, υπάγονται στη λογική τής γραφής και γίνονται υλικό προς ανάπτυξη, μη μένοντας ποτέ σε ένα πρώτο, ανεκδοτικό επίπεδο.

Ένα πρώτο χαρακτηριστικό στοιχείο της μουσικής του, ειδικότερα των έργων του της τελευταίας 20ετίας, είναι οι πυκνές ηχητικές δομές, σαν υφάσματα, σαν τείχη που πάνω τους διαφαίνονται σχήματα τα οποία μεταμορφώνονται – πτυχή που κληρονόμησε από τον Ξενάκη, κάνοντας όμως εντελώς διαφορετική χρήση. Στον Απέργη, οι δομές αυτές δεν ενέχουν καμία τραγικότητα, λειτουργούν ως το πλαίσιο μέσα στο οποίο εκτυλίσσεται το δράμα, περισσότερο υποδηλώνοντας πράγματα παρά προσπαθώντας να τα επιβάλει στο κοινό, ενώ παράλληλα μεταβάλλονται όσον αφορά το ηχόχρωμα, την αρμονία, την τραχύτητα, τη δυναμική ή την πυκνότητα. Οι δομές αυτές, σαν πίνακες ή κινηματογραφικά πλάνα, παρατίθενται η μία πλάι στην άλλη, συνήθως με τρόπο απότομο, κοφτό κι αναπάντεχο, σπάζοντας την κανονικότητα που προηγουμένως είχαν ηθελημένα χτίσει. Σαν καλός σκηνοθέτης που είναι, ο Απέργης καθοδηγεί με αυτόν τον τρόπο την ακρόαση δημιουργώντας προσδοκίες που αποδεικνύονται απατηλές, επιταχύνει ή επιβραδύνει τον χρόνο ανάλογα με τις δραματουργικές ανάγκες του έργου και κρατά έτσι την ένταση πάντα σε υψηλά επίπεδα, «αναγκάζοντας» το ακροατήριο να ακούει πάντα με αμείωτη προσοχή. Η φαινομενική ουδετερότητα και η αποστασιοποίηση που εκπέμπουν οι εν λόγω υφές επιδρούν υπόγεια κι επηρεάζουν τον ακροατή χωρίς να του γίνεται σαφές τό πώς, έτσι ώστε, όταν το έργο καταλήγει στον προορισμό του, ο δρόμος που ακολουθήθηκε να παραμένει μυστήριο που έχει ανάγκη από περαιτέρω ακροάσεις για να φανερωθεί. Χαρακτηριστικά παραδείγματα της γραφής αυτής βρίσκονται στα έργα Dark Side (2003) για φωνή και μεγάλο σύνολο, Champ/Contrechamp (2010), για πιάνο και 15 μουσικούς, και Έξι σπουδές για ορχήστρα (2012-2015).

Μεγάλο ρόλο στη μουσική του Απέργη έπαιζε ανέκαθεν το κείμενο, κι όχι μόνο στα φωνητικά έργα, καθώς, στο πλαίσιο της λογικής τού μουσικού θεάτρου, για ό,τι όργανο και να γράφει, τίποτα δεν αποκλείει τη χρήση τής φωνής ως προέκτασης. Το κείμενο, κάποτε φορέας νοήματος αλλά πολύ συχνά όχι, είναι πάντα έτσι φτιαγμένο και δουλεμένο ώστε να φέρει το ίδιο μέσα του μουσική, τονικά ύψη, ρυθμό, ακόμα και ενορχήστρωση. Το πρώτο ακατάληπτο κείμενό του με απόλυτα μουσική λειτουργία ο Απέργης το γράφει στο Histoire de loups (1976), όπου φτιάχνει μια φανταστική γλώσσα, μια μίξη από ψευτο-ρώσικα και ψευτο-γερμανικά, βασισμένος στις φωνητικές και μελωδικές ιδιαιτερότητες της κάθε γλώσσας, ώστε να συνδέσει την καταγωγή και τις παιδικές αναμνήσεις του πρωταγωνιστή του (Ρωσία) με τη χώρα όπου εκτυλίσσεται το δράμα (Γερμανία). Στο πρώτο μεγάλο έργο του για σόλο φωνή, το πασίγνωστο πλέον Récitations (1978), η δουλειά αυτή θα προχωρήσει ακόμα περισσότερο. Στο έργο αυτό, σταθμό τόσο για τον ίδιο και τη μετέπειτα δουλειά του στο μουσικό θέατρο όσο και για τη φωνητική γραφή του 20ού αιώνα στο σύνολό της, συναντάμε μια φωνητική γραφή εξαιρετικά πυκνή και πολύπλοκη, μια πραγματική πολυφωνία κειμένων και χαρακτήρων, όπου η χρήση των φωνημάτων λειτουργεί, ακόμα κι όταν το όποιο νόημα απουσιάζει παντελώς, απόλυτα μουσικά και εικονοπλαστικά. Έργο τρομερά απαιτητικό, τόσο φωνητικά όσο και θεατρικά, καταφέρνει να χτίσει δεκατέσσερις αρχετυπικές καταστάσεις, σπρώχνοντας την ερμηνεύτρια στα όρια των δακρύων, με τρόπο απόλυτα τεχνικό και φυσιολογικό (με την ιατρική ερμηνεία της λέξης), και της σωματικής εξάντλησης. Έχοντας ως σημείο αναφοράς τη φωνητική ποίηση των αρχών του 20ού αιώνα αλλά και τις αναζητήσεις, στο πεδίο της φωνής, συνθετών όπως ο Luciano Berio, o Απέργης χτίζει έναν κόσμο εντελώς δικό του, βυθίζεται σε κάθε φώνημα και καταφέρνει να χτίζει ολόκληρες παραστάσεις όπου το κείμενο αυτό καθαυτό δεν περιέχει σχεδόν τίποτα το κατανοητό και παρ’ όλα αυτά καταφέρνει να διηγηθεί ιστορίες, να δομήσει θεατρικές καταστάσεις και να διευρύνει τα όρια του τι μπορεί να εκφέρει η ανθρώπινη φωνή, με πιο χαρακτηριστικά παραδείγματα το Sextuor (1992), για πέντε γυναικείες φωνές και βιολοντσέλλο, και το Machinations (2000), για τέσσερις γυναικείες φωνές, ηλεκτρονικά και βίντεο, όπου η αναζήτηση αυτή φτάνει στα όριά της.

Βασικό στοιχείο τού έργου τού Απέργη είναι φυσικά το θέατρο και η «σπλαχνική» (viscéral) σχέση του με τη μουσική. Όπως γράφει ο ίδιος το 1989, το μουσικό θέατρο είναι η «εισβολή τής αφαιρετικής δύναμης της μουσικής οργάνωσης στον ναό τού θεάτρου, κι όχι το ανάποδο». Θέατρο λοιπόν όπου όλα υπάγονται σε μια παρτιτούρα, όχι μόνο το ηχητικό μέρος, το κείμενο ή η μουσική, αλλά και το οπτικό, τα φώτα, οι συμπεριφορές, τα αντικείμενα. Η αφήγηση δεν είναι γραμμική, αποτελείται από στοιχεία ετερόκλητα, τα οποία λειτουργούν σαν «μόρια μιας πολυφωνικής ιστορίας», οι συνιστώσες που συνθέτουν το θέαμα αυτονομούνται και ακολουθεί η καθεμιά ανεξάρτητη πορεία, τα σώματα των ερμηνευτών χειραφετούνται, διηγούνται πράγματα που ξεπερνούν το πλαίσιο της «λογικής» λειτουργίας τους, γίνονται από μόνα τους σκηνή. Μέσα σε αυτό το δαιδαλώδες τοπίο, που ανοίγεται προς αναρίθμητες αναγνώσεις κι ερμηνείες, ο Απέργης καλεί το κοινό του να μην θέλει να τα καταλάβει όλα, τουλάχιστον όχι αμέσως. Του ζητάει να δεχτεί τις αβεβαιότητες που θα προκύψουν όσον αφορά τη συμπεριφορά των ήχων σε σχέση με τις εικόνες, τα κείμενα και τις χειρονομίες, να παρακολουθήσει σαν να παρατηρεί μικροοργανισμούς που ενίοτε έχουν ανάγκη βοήθειας ή και προστασίας. Κι αυτό γιατί το μουσικό θέατρο του Απέργη θέλει το κοινό κοντά του, δίπλα του, ώστε να μπορεί να διακρίνει τις μικρές διαφορές, το πώς οι κινήσεις εξελίσσονται αργά αλλά σταθερά μέσα στην παράσταση, τις μικρο-παραλλαγές τού κειμένου και τις σχέσεις με τις αντίστοιχες μικρο-αλλαγές τής μουσικής. Με τον καιρό ήρθαν οι μεγαλύτερες παραγωγές, η τεχνολογία, το ζωντανό βίντεο, οι λεπτομέρειες μπήκαν στο μικροσκόπιο κι έγιναν πιο εύληπτες, αναπτύσσοντας κι άλλο την αγάπη του Απέργη για την εγγύτητα, για την εξερεύνηση των πραγμάτων σε βάθος. Αποκορύφωμα της λογικής αυτής αποτελεί η παράσταση Luna Park (2012), για τέσσερις μουσικούς, βίντεο και ηλεκτρονικά, καθώς και τα παλαιότερα Commentaires (1997) και Énumérations (1988).

Ο Γιώργος Απέργης είναι καταρχάς άνθρωπος που εμπνέεται από τη ζωή, από τις μεγάλες γραμμές αλλά και από τις κρυφές της λεπτομέρειες. Σε λίγες μόνο λέξεις είναι αδύνατον να καλυφθεί έστω και μικρό μέρος τού έργου του ή να γίνει αναφορά στις τόσες ιδέες που έχουν βρεθεί μέσα σε αυτό ανά τις δεκαετίες και στο πώς αυτές εξελίχθηκαν με τον καιρό, είτε μιλάμε για μουσική είτε για θέατρο ή για κίνηση. Μέσα από τη δουλειά του ο Απέργης, όπως κάθε μεγάλος δημιουργός, εμπνέει, διδάσκει, φιλοσοφεί και ανοίγει δρόμους στη σκέψη, αναγκάζει το κοινό του να ψάξει πιο βαθιά, να ακούσει με προσοχή και να ενώσει τις τελείες στο μυαλό του για να λύσει τον εκάστοτε γρίφο.

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

ΓΝΩΜΕΣ

ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ

EDITORIAL

ΑΝΑΛΥΣΗ

SOCIAL