Live τώρα    
13°C Αθήνα
ΑΘΗΝΑ
Αραιές νεφώσεις
13 °C
11.4°C14.1°C
4 BF 83%
ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ
Σποραδικές νεφώσεις
13 °C
11.4°C14.9°C
2 BF 63%
ΠΑΤΡΑ
Αραιές νεφώσεις
14 °C
14.0°C14.8°C
1 BF 66%
ΗΡΑΚΛΕΙΟ
Σποραδικές νεφώσεις
17 °C
16.5°C17.7°C
2 BF 61%
ΛΑΡΙΣΑ
Αραιές νεφώσεις
12 °C
11.8°C12.4°C
2 BF 87%
Η σταυροφορία των παιδιών
  • Μείωση μεγέθους γραμματοσειράς
  • Αύξηση μεγέθους γραμματοσειράς
Εκτύπωση

Η σταυροφορία των παιδιών

Χίλια εννιακόσια τριάντα εννέα:

έγινε μακελειό στην Πολωνία

κι υψώθηκαν ερείπια ωραία…

Καμιά ώς εδώ δεν έχει αγωνία

το έργο: Χήρες είχαν απομείνει

κι εκεί οι γυναίκες… Και κάτι παιδιά

σ’ ό,τι απ’ την αυλή τους είχε μείνει

âπειζαν – κι ήρθε η βόμβα από ψηλά…

Κι είπαμε: «Αυτά λοιπόν!»… Τα πρακτορεία

μετέδιδαν μια αιδήμονα σιγή…

Μα κάπου πέρα, στην Ανατολή,

κυκλοφορεί μια αλλιώτικη ιστορία.

Χιονίζει… Διασκεδάστε την ανία

των εορτών μ’ αυτήν την ιστορία

που άκουσα – πως, λέει, στην Πολωνία

άρχισαν τα παιδιά σταυροφορία.

Λίγα παιδιά, που πείναγαν πολύ,

βάδισαν σαν στρατός χωρίς στολή.

Και τα είδαν κι άλλα – κι ôφησαν τα κλάματα

κι άνοιγαν δρόμο μέσ’ απ’ τα χαλάσματα.

Και πήγαιναν – ποιος ξέρει; Κάπου πέρα,

εκεί που όλα θά ’ναι ειρηνικô.

Κι είπαν: «Δεν μπορεί νά ’ναι μακριά».

Κι είπαν: «Ας πάμε όσο είναι μέρα».

Δεν είχαν αρχηγό – ήταν περιττό,

αφού κανείς δεν ήξερε το δρόμο.

Απλώς δεν παραλύσαν απ’ τον τρόμο –

κι εμένα αυτό που φαίνεται αρκετό.

Μια εντεκάχρονη είχε να προσέχει

και το τετράχρονό της αδερφάκι.

Είνε όλα όσα μια μητέρα έχει –

μα θά ’θελε να κοιμηθεί λιγάκι.

Κι ήταν και δυο αδέρφια που ονειρεύτηκαν

μια έκβαση πιο σύντομη κι απλή:

έπιασαν μια καλύβα και βολεύτηκαν –

μα μόνο όσο κράτησε η βροχή.

Κι ήταν κι ένας μικρός Εβραίος μαζί –

μ’ αίματα στον βελούδινο γιακά.

Κι ήταν κι ο γιός ενός φτωχού ναζί

παράμερα: ντρεπότανε διπλά.

Κι ήταν κι ένας μικρός τυμπανιστής –

σαν νά ’γιναν Χριστούγενα όλ’ αυτά.

Του επέτρεψαν να παίζει νοερά –

μην τους ακούσουν ώς την άκρη της γης.

Κι ήτανε κι ένας σκύλος. Τον κρατήσαν

μαζί τους – γιατί αρχίζαν να πεινάνε.

Δεν πήγαινε η καρδιά τους να τον φάνε

κι απ’ το λίγο ψωμί τους τον ταΐσαν.

Κι ήταν κι η στάση πλάι στον καταρράχτη

γιατί είχαν όλοι τόσο κουραστεί.

Κι εκεί ο τυμπανιστής όλο του τ’ άχτι

έβγαλε – γιατί εκεί πώς ν’ ακουστεί;

Κι ήταν κι η αγάπη: πρώιμη, δειλή.

Ένα αγοράκι κι ένα κοριτσάκι.

Και τα μαλλιά τής χτένισε λιγάκι

σε μια μισοκατεστραμμένη αυλή.

Εμβόλιμο επεισόδιο – και τελειώνει

όπως όταν βολτάρεις στο χιονιά

και στέκεις και κοιτάς μια μυγδαλιά

μ’ άδεια, μαύρα κλαριά μέσα στο χιόνι.

Κι ήταν και μια κηδεία – που επεισόδιο

πώς να την πεις; Ήταν το κατευόδιο

σ’ ένα αγοράκι που έτσι, ξαφνικά,

–αυτό με τον βελούδινο γιακά–

πέθανε… Πολωνοί και Γερμανοί

παρέα τον απέθεσαν στη γη

κι ανέθεσαν και στον τυμπανιστή

να παίξει (νοερά) τη Διεθνή.

Γιατί έτσι ήταν τότε η εποχή:

η ελπίδα τους ξεπέρναγε τη θλίψη

και κάθε γνώση… Κι έτσι, όταν πιο κει

είδαν μια φάρμα, που την είχε κρύψει

το χιόνι, έτρεξαν. Κι είπαν: «Λίγο αλεύρι

θα δώσουν, δεν μπορεί!». Κι είπε ο φτωχός

που ζούσε εκεί: «Πανούκλα να σας εύρει!».

Λίγο το είχε, πείναγε κι αυτός.

Τράβηξαν για το Νότο – που, όπως ξέρει

καθένας, είναι ο ιδανικός

τόπος όπου, στις δώδεκα ακριβώς,

ο ήλιος δέιχνει ντάλα μεσημέρι.

Τραβούσαν για το Νότο – απ’ τα βουνά

Κι εκεί ένα στρατιώτη πληγωμένο

βρήκαν – και τον φροντίσαν για επτά

μέρες. Και ρώτησαν για τον χαμένο

δρόμο. «Να πάτε προς το Μπελγκορέι»

τους είπε – και ψιθύριζαν: «Τι λέει;».

Για επτά μέρες είχε πυρετό.

Την όγδοη τον έθαψαν κι αυτόν.

Και βρήκαν οδοδείχτες μες στο χιόνι

μισοθαμμένους – κι είπανε: «Τι τύχη!»

Μσ οι οδοδείχτες έδειχναν στην τύχη –

κι έτσι ούτ’ εδώ η μπαλάντα μας τελειώνει…

Στην τύχη – όχι γι’ αστείο· για να γελάσουν

τις φάλαγγες του εχθρού… Και τα παιδιά

ξεκίνησαν, στο Μπελγκορέι να φτάσουν

σε λίγο – και τραβήξαν μακριά.

Ναι, μια φορά κι έναν καιρό – εμπρός, μάρς!

βαδίσαν – κι είδσν μια φωτιά να καίει.

Και μια φορά κι έναν καιιρό δυο τάνκς

συνάντησαν – μ’ ανθρώπους μέσα, λέει.

Και είδαν και μια πόλη κάπου πέρα·

μα έκαναν το γύρο, μην τους δουν –

το γύρο, μέχρι ν’ απομακρυνθούν·

κι είπαν να μη βαδίζουν πια τη μέρα.

Και κάποιος που έπαιζε τον αρχηγό

(όπως κι εγώ το κάνω όταν φοβάμαι)

το χιόνι, τον αέρα, το κενό

έδειξε – κι είπε: «Κατά κει θα πάμε».

Εκεί που ήταν η νότια Πολωνία

κάποιοι είδαν τα παιδιά… Μες στο χιονιά

πήγαιναν – και κανείς ποτέ ξανά

δεν τα είδε… Κι εδώ πια η ιστορία

θα ’πρεπε να τελειώνει… Μα εγώ

κλείνω τα μάτια – να τα ξαναδώ·

ίσως σε κάποια έρημη αγροικία

ή στα βουνά – δεν έχει σημασία.

Πηγαίνουν – και δεν φτάνουν πουθενά.

Πηγαίνουν – κι είναι ο κόσμος εξορία.

Πηγαίνουν – και τα βλέπω ξαφνικά

πολύ κοντά μου… Αγαπητή κυρία,

τα ξέρουμε όλοι τούτα τα κωλόπαιδα:

Πεινάνε – και δεν παν στην εκκλησία.

Πρόσφυγες – που λερώνουν τα στρατόπεδα.

Μα – ας δούμε πώς τελειώνει η ιστορία:

Πρωτοχρονιά, κάπου στην Πολωνία

έξυνε ένας σκύλος με μανία

τις πόρτες – και κλαψούριζε στο χιόνι.

Κι είχε μια πινακίδα από χαρτόνι

δεμένη στο λαιμό: «Παρακαλούμε,

ας έρθει κάποιος να μας βοηθήσει.

Ο σκύλος ξέρει να σας οδηγήσει.

Μην τον σκοτώσετε. Ευχαριστούμε».

Γράμματα παιδικά – και σαν εκείνα

στις κάρτες. Κι ήτανε Πρωρτοχρονιά.

Και πέρασε θεάρεστα η χρονιά.

Και πέθανε ο σκύλος απ’ την πείνα.

BERTOLT BRECHT, «KINDERKREUZZUG»

ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ: ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΟΡΟΠΟΥΛΗΣ

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

ΓΝΩΜΕΣ

ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ

EDITORIAL

ΑΝΑΛΥΣΗ

SOCIAL