Live τώρα    
21°C Αθήνα
ΑΘΗΝΑ
Ελαφρές νεφώσεις
21 °C
18.7°C22.9°C
4 BF 48%
ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ
Σποραδικές νεφώσεις
19 °C
16.0°C21.2°C
2 BF 45%
ΠΑΤΡΑ
Σποραδικές νεφώσεις
17 °C
17.0°C19.8°C
1 BF 70%
ΗΡΑΚΛΕΙΟ
Ελαφρές νεφώσεις
21 °C
19.3°C21.4°C
3 BF 60%
ΛΑΡΙΣΑ
Σποραδικές νεφώσεις
20 °C
17.9°C19.9°C
5 BF 37%
Ο φεμινισμός σήμερα ή γιατί (να) είμαστε φεμινίστριες
  • Μείωση μεγέθους γραμματοσειράς
  • Αύξηση μεγέθους γραμματοσειράς
Εκτύπωση

Ο φεμινισμός σήμερα ή γιατί (να) είμαστε φεμινίστριες

Στις 19 Απριλίου 1967, στη Βοστώνη, η 20χρονη φοιτήτρια δημοσιογραφίας, Kathrine Switzer, γίνεται η πρώτη γυναίκα μαραθωνοδρόμος που συμμετέχει επίσημα -αν και λαθραία- στον διάσημο μαραθώνιο της Βοστώνης, μια από τις πιο σημαντικές αθλητικές διοργανώσεις των ΗΠΑ. Στη φωτογραφία, ο υπεύθυνος αγώνα, Jock Semple, επιχειρεί να την απομακρύνει φωνάζοντας: «τσακίσου και φύγε από την κούρσα μου και δώσε πίσω τον αριθμό σου». Λίγο αργότερα, της επιτέθηκε, την έριξε στο έδαφος και προσπάθησε να αποσπάσει με τη βία τους αριθμούς από το στήθος και την πλάτη της, ώς τη στιγμή που τον σταμάτησε με ένα δυνατό χτύπημα, που τον άφησε αναίσθητο, ο τότε φίλος -και μετέπειτα σύζυγος- της Switzer

Της Μαρίας Λιάπη*

Ο όρος φεμινίστρια (τελευταία δε και φεμινιστής) δηλώνει ταυτόχρονα μια ιδεολογική, πολιτική και ατομική / υποκειμενική ταυτότητα που εμπεριέχει την αμφισβήτηση και κριτική των σχέσεων εξουσίας μεταξύ των κοινωνικών φύλων στο κυρίαρχο πατριαρχικό και καπιταλιστικό σύστημα.

Η αφετηριακή αυτή τοποθέτηση, η οποία αναγκαστικά αφήνει εκτός άλλα πιο σύνθετα θέματα, γίνεται προκειμένου να επαναπροσδιοριστούν έννοιες που τείνουν να συγχέονται σκόπιμα από την κυρίαρχη ανδροκρατική αντίληψη, αλλά και προκειμένου να προσεγγίσουμε κριτικά παρερμηνείες, αναγωγές και στρεβλώσεις που αφορούν τις έμφυλες ανισότητες & δομούν ιδεολογικούς κοινούς τόπους. Και οι οποίοι συχνά διαφεύγουν μιας κριτικής ανάλυσης που μοιάζει να συμμερίζεται μεγάλη μερίδα γυναικών (και πολύ μεγαλύτερη ανδρών) που είτε αδιαφορούν πλήρως είτε «συνομιλούν» με τα προτάγματα της φεμινιστικής πολιτικής σκέψης και πράξης. Και αυτές οι πολλές γυναίκες και άνδρες δεν είναι μόνο όλες/οι όσες/οι βρίσκονται έξω από τις γραμμές μιας ριζοσπαστικής, ανανεωτικής και κινηματικής Αριστεράς.

Με αυτούς τους διαδεδομένους κοινούς τόπους επείγει να αναμετρηθούμε μέσα από έναν δημόσιο διάλογο, εντός και εκτός κόμματος, επιτακτικό και επίκαιρο όσο ποτέ. Γιατί η υιοθέτησή τους συνεπάγεται συγκεκριμένες στάσεις και πρακτικές, επιβάλλει ιεραρχήσεις και προτεραιότητες πολιτικών και προγραμματικών στόχων και επίδικων.

Προς μια κριτική των ευρέως διαδεδομένων «αυτονόητων» περί φεμινισμού

Ο φεμινισμός σήμερα θεωρείται ξεπερασμένος, γιατί η ισότητα των φύλων είναι δήθεν κατακτημένη υπόθεση που απασχόλησε τις προηγούμενες γενιές, όταν πολλά πράγματα ήταν «συντηρητικά και οπισθοδρομικά», ενώ σήμερα έχουν οριστικά αλλάξει και προοδεύσει, άποψη που τη συμμερίζεται μεγάλη μερίδα, νεότερων κυρίως γυναικών, που βρίσκονται έξω από την Αριστερά και προς τις οποίες επείγει η απεύθυνσή μας. Ή ακόμα η υπαγωγή των φεμινιστικών διεκδικήσεων κάτω από την ομπρέλα των εν γένει δικαιωμάτων ή αυτών που απορρέουν από το δικαίωμα ορισμού της ταυτότητας στη βάση του σεξουαλικού προσανατολισμού, που, αν και δημιουργούν τους όρους αμφισβήτησης όχι πάντα γόνιμων διχοτομήσεων, αφαιρούν συχνά τη δύναμη κρούσης της φεμινιστικής κριτικής στις έμφυλες ιεραρχήσεις και το σύστημα αναπαραγωγής τους.

Πρώτα από όλα πρέπει να απαντήσουμε ότι η νομοθετική κατοχύρωση της ισότητας των φύλων δεν διασφαλίζεται πάντα στην πράξη, είναι σίγουρα ελλιπής και παραβιάζεται όταν άλλες επιταγές του συστήματος απαιτούν τη χειραγώγηση των γυναικών, την εκμετάλλευσή τους με πολλαπλούς τρόπους και ειδικότερα στην παρούσα φάση της κρίσης στην Ελλάδα και της επικράτησης του νεοφιλελευθερισμού σε όλη την Ευρώπη, γεγονός που έχει οδηγήσει στην υποχώρηση ακόμη και αυτών των θεσμικά κατοχυρωμένων κεκτημένων των αγώνων τους. Οι έμφυλες ανισότητες, οι διακρίσεις, η ανισότητα ευκαιριών, η μη πρόσβαση, οι αποκλεισμοί και η αποστέρηση δημόσιων πόρων και αγαθών (όχι μόνον υλικών αλλά και άυλων, όπως χρόνος, γνώση, πληροφορία, δίκτυα, αναγνώριση κ.λπ.) παραμένει το σκληρό δεδομένο σε όλους τους τομείς της οικονομικής, κοινωνικής, πολιτικής και πολιτιστικής ζωής. Ακόμη και μετά την επίτευξη του υψηλού -ψηλότερου από τους άνδρες- εκπαιδευτικού επιπέδου τους, οι γυναίκες εξακολουθούν να καταλαμβάνουν τις πιο κακοπληρωμένες, επισφαλείς και με μικρότερη αναγνώριση θέσεις εργασίας, να αμείβονται με χαμηλότερους μισθούς από άνδρες που κάνουν την ίδια δουλειά (μισθολογικό χάσμα), να βρίσκονται συγκεντρωμένες σε κλάδους και επαγγέλματα χωρίς δυνατότητα εξέλιξης (γυάλινη οροφή), να βιώνουν διλημματικά την επαγγελματική τους σταδιοδρομία (οικογένεια/μητρότητα ή καριέρα), να αντιμετωπίζουν πολλαπλάσιες δυσκολίες προκειμένου να ενταχθούν και να παραμείνουν στην αγορά εργασίας, και να είναι συχνά οι πρώτες που απολύονται ή εργάζονται χωρίς εργασιακά δικαιώματα, να έχουν χαμηλότερη διαπραγματευτική δύναμη λόγω του χαμηλού βαθμού συνδικαλισμού τους, να πρέπει να καταφέρουν πολλαπλάσια από συναδέλφους για να αναγνωριστούν σε κάθε στίβο: την επιστήμη, το επάγγελμα, την πολιτική και τους κοινωνικούς ρόλους που αναλαμβάνουν. Να εργάζονται διπλά, στην εργασία και στο σπίτι, δηλαδή να έχουν επωμιστεί και όλη τη σφαίρα της αναπαραγωγής του καπιταλιστικού συστήματος, παρέχοντας υπηρεσίες φροντίδας και καλύπτοντας τα τεράστια κενά του κοινωνικού κράτους.

Η έμφυλη βία -κεντρικό ζήτημα της φεμινιστικής ατζέντας- εξακολουθεί να καταδεικνύει με τον πιο ακαριαίο τρόπο την κυριαρχία και την άσκηση εξουσίας των ανδρών πάνω σε γυναίκες και κορίτσια με πολλούς και διάφορους τρόπους: σωματική, λεκτική, ψυχολογική, οικονομική βία. Άνδρες που προέρχονται από όλο το φάσμα της κοινωνικής γεωγραφίας ως προς την τάξη, το εκπαιδευτικό και μορφωτικό επίπεδο, αλλά και την ιδεολογία.

Η νομοθετική κατοχύρωση της ισότητας δεν επαρκεί, απ' ό,τι φαίνεται, για να εξασφαλιστεί η ισότιμη εκπροσώπηση και συμμετοχή των γυναικών στις δημόσιες υποθέσεις, στην κατάληψη θέσεων ευθύνης στη δημόσια ζωή και δεν έχει προστατεύσει, ακόμη και εκείνες τις λίγες που τα κατάφεραν, από τον διάχυτο σεξισμό στους θεσμούς και τον δημόσιο λόγο, τις απεικονίσεις και αναπαραστάσεις των ΜΜΕ και του κυρίαρχου μιντιακού λόγου που αναπαράγει σεξιστικά στερεότυπα.

Παραγκωνίζονται και περιθωριοποιούνται από τις ανδροκρατικές πρακτικές της δημόσιας σφαίρας, στα πολιτικά κόμματα, τις συνδικαλιστικές οργανώσεις, τα όργανα λήψης απόφασης, ακόμη δε, με λιγότερο ίσως προφανή τρόπο, και στα πιο ριζοσπαστικά και διανοούμενα τμήματα της κοινωνίας. Το μέτρο της ποσόστωσης, που εν μέρει επιχειρεί να διορθώσει διαχρονικά θεμελιωμένες και εμπεδωμένες πρακτικές αποκλεισμών, να λειτουργήσει υποστηρικτικά και κυρίως να διαπαιδαγωγήσει μακροπρόθεσμα σε ισότιμες συμπεριφορές και πρακτικές, δεν τηρείται και υπονομεύεται ακόμη και όταν υιοθετείται διακηρυκτικά. Στην πράξη διαπιστώνουμε πως το μέτρο της ποσόστωσης έχει σε μεγάλο βαθμό δυσφημιστεί και έχει γίνει αντικείμενο ιδεολογικής χρήσης για δήθεν «προστατευτισμό», που οι ικανές και πρόθυμες γυναίκες δεν χρειάζονται, καθώς θέλουν και μπορούν να κατακτήσουν τη θέση τους χωρίς τέτοια μέτρα. Αυτή η στάση ωστόσο καταρρίπτεται όταν δούμε τα στοιχεία (πόσες γυναίκες, σε ποιες θέσεις και με ποιο αντικείμενο), τα οποία δεν αφήνουν καμιά αμφιβολία για το ότι ακόμη και στο κόμμα μας ικανές και αφοσιωμένες συντρόφισσες δεν εκλέγονται στα καθοδηγητικά όργανα, στους θεσμούς εκπροσώπησης, αλλά και την κυβέρνηση.

Τα φεμινιστικά προτάγματα και η ιεράρχησή τους στο πλαίσιο της ριζοσπαστικής ανανεωτικής Αριστεράς

Συχνά σήμερα παραγνωρίζεται και υποτιμάται η σημασία των φεμινιστικών επεξεργασιών και θέσεων για τις σχέσεις εξουσίας μεταξύ των φύλων, οι οποίες αντιμετωπίζονται ως δευτερεύουσες ή περιθωριακές ως προς την κυρίαρχη ταξική αντίθεση. Συνέπεια μιας τέτοιας προσέγγισης είναι η άποψη ότι τα θέματα που αφορούν στις διακρίσεις εις βάρος των γυναικών θα επιλυθούν μέσα από την κατάργηση του καπιταλισμού, σε μια σοσιαλιστική του βαθέος μέλλοντος προοπτική (μας θυμίζει η προσέγγιση αυτή την πολιτική ανάλυση του ΚΚΕ, παλαιότερα και σήμερα).

Είναι αναμφισβήτητο σήμερα ότι οι έμφυλες διακρίσεις συνιστούν ένα πεδίο το οποίο συναρθρώνει πολλές επιμέρους κοινωνικές αντιθέσεις: φύλου, τάξης, φυλής, ταυτότητας, σεξουαλικού προσανατολισμού κ.ά., και μόνον ως τέτοιες μπορεί σήμερα να αντιμετωπίζονται ως πεδίο πολιτικής και ιδεολογικής διαπάλης.

Και αν το φεμινιστικό κίνημα μπόλιασε με τις ιδέες του τη σύγχρονη ριζοσπαστική Αριστερά όπως θέλει να είναι ο ΣΥΡΙΖΑ, ο οποίος τις ενσωμάτωσε στις κεντρικές ιδεολογικές και πολιτικές του διακηρύξεις, σήμερα χρειάζεται να προχωρήσει στην ιεράρχηση και εμπέδωσή τους πειστικά σε όλη τη ζωή και τη δράση του, αλλά και στον τρόπο διακυβέρνησης της χώρας. Σε διαρκή «συνομιλία» με τα αιτήματα του φεμινιστικού κινήματος, θα πρέπει να προωθήσει την κατοχύρωση της ισότητας των φύλων στην πράξη, την κατοχύρωση των δικαιωμάτων των γυναικών, τη συμπερίληψη της χειραφέτησής τους στο όραμα και το πρόγραμμά του για κοινωνική δικαιοσύνη. Ζητήματα τα οποία δεν μπορεί να συνεχίσουν να αντιμετωπίζονται ως πολιτικά, πλην όμως με π μικρό, έναντι άλλων που θεωρούνται Πολιτικά, με Π κεφαλαίο. Μια τέτοια υπαγωγή δεν αναφέρεται μόνο στην έννοια της προτεραιότητας αλλά κυρίως αφορά τη δυναμική που περικλείουν τα ζητήματα αυτά ως προς τη μετατροπή του περιεχομένου και της ποιότητας μιας αριστερής πολιτικής.

Για να γίνει κάτι τέτοιο θα πρέπει η καθεμία και ο καθένας από εμάς (ατομικά και συλλογικά) να γίνουμε με υπευθυνότητα φορείς αλλαγής συνειδήσεων, αμφισβήτησης και ανατροπής κατεστημένων και κυρίαρχων μοντέλων και επιλογών, να αποκαλύπτουμε αδιάκοπα μέσω μιας δημιουργικής κριτικής, ρητές και άρρητες διαδικασίες, απόψεις και συμπεριφορές που παράγουν και αναπαράγουν έμφυλες ιεραρχήσεις στην κοινωνία και στην «Αριστερά που μας έλαχε». Διαφορετικά, ας μην τρέφουμε καμιά αυταπάτη πως τέτοιες ανατροπές θα επέλθουν από μόνες τους. Διαφορετικά θα συνεχίσει να βιώνεται συγκρουσιακά και διλημματικά η ταυτότητα της αριστερής με αυτή της φεμινίστριας.

Γι' αυτούς τους λόγους είμαστε αριστερές φεμινίστριες σήμερα και κάθε μέρα, έως ότου δούμε το όραμα μιας κοινωνίας χωρίς ιεραρχήσεις και διακρίσεις φύλου να γίνεται τμήμα του νοητικού, αξιακού και ψυχικού σύμπαντος των ανθρώπων (ανδρών και γυναικών) στις κοινωνίες μας.

* Η Μαρία Λιάπη είναι κοινωνιολόγος, μέλος του Τμήματος Φεμινιστικής Πολιτικής/Φύλου του ΣΥΡΙΖΑ

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

ΓΝΩΜΕΣ

ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ

EDITORIAL

ΑΝΑΛΥΣΗ

SOCIAL