Live τώρα    
19°C Αθήνα
ΑΘΗΝΑ
Ελαφρές νεφώσεις
19 °C
16.2°C20.7°C
2 BF 53%
ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ
Αίθριος καιρός
17 °C
15.2°C17.7°C
1 BF 74%
ΠΑΤΡΑ
Αίθριος καιρός
16 °C
14.8°C16.6°C
3 BF 68%
ΗΡΑΚΛΕΙΟ
Ελαφρές νεφώσεις
17 °C
16.0°C18.0°C
2 BF 59%
ΛΑΡΙΣΑ
Αίθριος καιρός
16 °C
15.9°C15.9°C
0 BF 55%
ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΣ 2001 / Τρομοκρατία, το όπλο των ισχυρών
  • Μείωση μεγέθους γραμματοσειράς
  • Αύξηση μεγέθους γραμματοσειράς
Εκτύπωση

ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΣ 2001 / Τρομοκρατία, το όπλο των ισχυρών

Του Noam Chomsky*

Πρέπει να βασιστούμε σε δύο αξιώματα: Το πρώτο αξίωμα είναι ότι τα γεγονότα της 11ης Σεπτεμβρίου 2001 συνιστούν μια τρομερή φρικαλεότητα, ίσως τη μεγαλύτερη ακαριαία απώλεια ανθρώπινων ζωών στην Ιστορία, με εξαίρεση τους πολέμους. Το δεύτερο αξίωμα είναι ότι στόχος μας θα έπρεπε να είναι να μειώσουμε τον κίνδυνο να επαναληφθούν τέτοιες επιθέσεις, είτε είμαστε εμείς τα θύματά τους είτε τις υφίσταται κάποιος άλλος. Αν δεν δέχεστε αυτά τα δύο σημεία αφετηρίας, αυτό που θα ακολουθήσει δεν σας αφορά. Αν τα δέχεστε, πολλά ακόμη ερωτήματα προκύπτουν.

Ας αρχίσουμε με την κατάσταση στο Αφγανιστάν. Στο Αφγανιστάν, υπήρχαν μερικά εκατομμύρια άτομα τα οποία απειλούνταν από λιμό. Αυτό συνέβαινε ήδη πριν από τις επιθέσεις. Επιβίωναν χάρη στη διεθνή βοήθεια. Ωστόσο, στις 16 Σεπτεμβρίου, οι Ηνωμένες Πολιτείες απαίτησαν από το Πακιστάν να σταματήσει τις πομπές φορτηγών τα οποία μετέφεραν τρόφιμα και άλλα προϊόντα πρώτης ανάγκης στον αφγανικό πληθυσμό. Η απόφαση δεν προκάλεσε καμία αντίδραση στη Δύση. Η αποχώρηση ενός μέρους του ανθρωπιστικού προσωπικού κατέστησε τη βοήθεια ακόμη πιο προβληματική. Μία εβδομάδα μετά την έναρξη των βομβαρδισμών, τα Ηνωμένη Έθνη εκτιμούσαν ότι ο ερχομός του χειμώνα θα καθιστούσε αδύνατες τις αποστολές βοήθειας, που είχαν ήδη μειωθεί στο ελάχιστο από τις επιδρομές της αμερικανικής αεροπορίας.

Όταν πολιτικές ή θρησκευτικές ανθρωπιστικές οργανώσεις και ο εισηγητής του Οργανισμού των Ηνωμένων Εθνών για τα τρόφιμα και τη γεωργία (FAO) ζήτησαν το σταμάτημα των βομβαρδισμών, η πληροφορία ούτε καν αναφέρθηκε από την εφημερίδα «The New York Times». Η εφημερίδα «The Boston Globe» αφιέρωσε μία γραμμή, αλλά στο πλαίσιο ενός άρθρου που εξέταζε κάτι άλλο, την κατάσταση στο Κασμίρ. Έτσι, τον Οκτώβριο, ο δυτικός πολιτισμός είχε αποδεχθεί τον κίνδυνο να δει να πεθαίνουν εκατοντάδες χιλιάδες Αφγανοί. Την ίδια στιγμή, ο επικεφαλής του πολιτισμού αυτού έκανε γνωστό ότι δεν θα καταδεχόταν να απαντήσει ούτε στις αφγανικές προτάσεις για διαπραγμάτευση, σχετικά με την παράδοση του Οσάμα Μπιν Λάντεν, ούτε στην απαίτηση για μια απόδειξη που να επιτρέπει να τεκμηριωθεί μια ενδεχόμενη απόφαση για έκδοση. Μόνο μια άνευ όρων συνθηκολόγηση θα γινόταν δεκτή.

Αλλά ας επανέλθουμε στην 11η Σεπτεμβρίου. Κανένα έγκλημα δεν υπήρξε πιο θανατηφόρο στην Ιστορία - εκτός ίσως από εγκλήματα που είχαν μεγαλύτερη διάρκεια. Επιπλέον, αυτή τη φορά, τα όπλα σημάδευσαν έναν ασυνήθιστο στόχο: τις Ηνωμένες Πολιτείες. Η αναλογία με το Περλ Χάρμπορ, η οποία αναφέρεται συχνά, δεν είναι σωστή. Το 1941, ο γιαπωνέζικος στρατός βομβάρδισε στρατιωτικές βάσεις σε δύο αποικίες τις οποίες οι ΗΠΑ είχαν καταλάβει κάτω από συνθήκες που δεν ήταν και τόσο άψογες. Οι Γιαπωνέζοι δεν επιτέθηκαν στο ίδιο το αμερικανικό έδαφος.

Εδώ και περίπου διακόσια χρόνια, εμείς οι Αμερικανοί εκτοπίσαμε ή εξοντώσαμε πληθυσμούς ιθαγενών, δηλαδή εκατομμύρια άτομα, κατακτήσαμε το μισό Μεξικό, λεηλατήσαμε τις περιοχές της Καραϊβικής και της κεντρικής Αμερικής, εισβάλαμε στην Αϊτή και τις Φιλιππίνες - σκοτώνοντας 100.000 Φιλιππινέζους. Στη συνέχεια, μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, επεκτείναμε την επιρροή μας στον κόσμο με τον τρόπο που γνωρίζουμε. Αλλά, σχεδόν πάντοτε, εμείς ήμαστε εκείνοι που σκότωναν και η μάχη διεξαγόταν έξω από το εθνικό έδαφός μας.

Όμως, όταν μας ρωτούν, για παράδειγμα, για τον Ιρλανδικό Ρεπουμπλικανικό Στρατό (IRA) και την τρομοκρατία, διαπιστώνουμε το εξής: οι ερωτήσεις των δημοσιογράφων διαφέρουν πολύ μεταξύ τους, ανάλογα με το αν εργάζονται στη μία ή την άλλη όχθη της θάλασσας της Ιρλανδίας. Γενικά, ο πλανήτης εμφανίζεται με διαφορετική όψη, ανάλογα με το αν κάποιος κρατάει το μαστίγιο εδώ και πολύ καιρό ή αν υφίσταται τα χτυπήματα για αιώνες. Ίσως γι' αυτό, κατά βάθος, ο υπόλοιπος κόσμος, αν και έδειξε το ίδιο τρομοκρατημένος από την τύχη των θυμάτων της 11ης Σεπτεμβρίου, δεν αντέδρασε το ίδιο με μας στις επιθέσεις της Νέας Υόρκης και της Ουάσιγκτον.

Για να καταλάβουμε τα γεγονότα της 11ης Σεπτεμβρίου, πρέπει να ξεχωρίσουμε τους εκτελεστές του εγκλήματος, από τη μια πλευρά, και, από την άλλη πλευρά, το απόθεμα κατανόησης από το οποίο ωφελήθηκε αυτό το έγκλημα, και το οποίο υπήρχε ακόμη και σε αυτούς που ήταν αντίθετοι μ' αυτό. Ποιοι ήταν οι εκτελεστές; Αν υποθέσουμε ότι πρόκειται για το δίκτυο Μπιν Λάντεν, κανένας δεν γνωρίζει περισσότερα για τη γένεση αυτής της φονταμενταλιστικής ομάδας από τη CIA και τους συνεργάτες της, γιατί αυτοί την ενθάρρυναν στη γέννησή της. Ο Ζμπίγκνιου Μπρζεζίνσκι, διευθυντής για θέματα εθνικής ασφαλείας της κυβέρνησης Κάρτερ, έχει εκφράσει την ευαρέσκειά του για την «παγίδα» που στήθηκε στους Σοβιετικούς από το 1978 και η οποία συνίστατο, με τη βοήθεια των επιθέσεων των μουτζαχεντίν (οι οποίοι οργανώθηκαν, οπλίστηκαν και εκπαιδεύτηκαν από τη CIA) κατά του καθεστώτος της Καμπούλ, στο να συρθούν οι Σοβιετικοί στο αφγανικό έδαφος στο τέλος του επόμενου χρόνου.

Μόνο μετά το 1990 και την εγκατάσταση μόνιμων αμερικανικών βάσεων στη Σαουδική Αραβία, σε μια γη ιερή για το Ισλάμ, οι μαχητές στράφηκαν κατά των Ηνωμένων Πολιτειών.

Υποστήριξη ωμών καθεστώτων

Αν τώρα θέλουμε να εξηγήσουμε το απόθεμα συμπάθειας το οποίο διαθέτουν τα δίκτυα του Μπιν Λάντεν, ακόμη και στους κόλπους ηγετικών στρωμάτων σε χώρες του Νότου, πρέπει να ξεκινήσουμε από την οργή που προκαλεί η υποστήριξη κάθε είδους αυταρχικού ή δικτατορικού καθεστώτος από τις Ηνωμένες Πολιτείες, πρέπει να θυμηθούμε την αμερικανική πολιτική, που κατέστρεψε την ιρακινή κοινωνία σταθεροποιώντας ταυτόχρονα το καθεστώς του Σαντάμ Χουσεΐν, και δεν πρέπει να ξεχάσουμε την υποστήριξη της Ουάσιγκτον στην ισραηλινή κατοχή των παλαιστινιακών εδαφών από το 1967.

Τη στιγμή που τα κύρια άρθρα των «New York Times» υποδεικνύουν ότι «αυτοί» μας μισούν γιατί υπερασπιζόμαστε τον καπιταλισμό, τη δημοκρατία, τα ατομικά δικαιώματα, τον χωρισμό της Εκκλησίας από το κράτος, η «Wall Street Joumal», καλύτερα πληροφορημένη, εξηγεί, αφού έχει ρωτήσει τραπεζίτες και ανώτερα στελέχη που δεν είναι Δυτικοί, ότι «μας» μισούν γιατί εμποδίσαμε τη δημοκρατία και την οικονομική ανάπτυξη. Και, υποστηρίξαμε ωμά καθεστώτα, ακόμη και τρομοκρατικά.

Στους ηγετικούς κύκλους της Δύσης, ο πόλεμος κατά της τρομοκρατίας παρουσιάστηκε σαν «αγώνας που διεξάγεται ενάντια σ' έναν καρκίνο που μεταδόθηκε από βαρβάρους». Όμως, αυτά τα λόγια και αυτή η προτεραιότητα δεν είναι σημερινά. Πριν από είκοσι χρόνια, τα ανέφεραν ήδη ο Πρόεδρος Ρόναλντ Ρίγκαν και ο υπουργός των Εξωτερικών Αλεξάντερ Χέιγκ. Για να διεξάγει τη μάχη κατά των διεφθαρμένων αντιπάλων του πολιτισμού, η αμερικανική κυβέρνηση εγκαθίδρυσε τότε ένα διεθνές τρομοκρατικό δίκτυο με μια ευρύτητα χωρίς προηγούμενο. Μολονότι αυτό το δίκτυο διέπραξε αναρίθμητες φρικαλεότητες από τη μια άκρη του πλανήτη μέχρι την άλλη, επικέντρωσε, ωστόσο, το κύριο μέρος των προσπαθειών του στη Λ. Αμερική.

Για μία περίπτωση, τη Νικαράγουα, δεν υπάρχει αμφιβολία: στην πραγματικότητα, αποφάνθηκαν γι' αυτήν το Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης και τα Ηνωμένα Έθνη. Αναρωτηθήκατε, άραγε, να μάθετε πόσες φορές αυτό το αναμφισβήτητο προηγούμενο μιας τρομοκρατικής ενέργειας, στην οποία ένα κράτος δικαίου θέλησε να απαντήσει με τα μέσα του δικαίου, αναφέρθηκε από τους κυρίαρχους σχολιαστές; Κι όμως, επρόκειτο για ένα προηγούμενο ακόμη πιο ακραίο από τις επιθέσεις της 11ης Σεπτεμβρίου: ο πόλεμος της κυβέρνησης Ρίγκαν κατά της Νικαράγουας προκάλεσε 57.000 θύματα, μεταξύ των οποίων 29.000 νεκρούς, και την καταστροφή μιας χώρας, ίσως με μη αναστρέψιμο τρόπο.

Εκείνη την εποχή, η Νικαράγουα είχε αντιδράσει. Όχι τοποθετώντας βόμβες στην Ουάσιγκτον, αλλά προσφεύγοντας στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης. Το δικαστήριο, στις 27 Ιουνίου 1986, έκανε δεκτή την άποψη των αρχών της Μανάγκουα, καταδικάζοντας την «παράνομη χρήση βίας» από τις Ηνωμένες Πολιτείες (οι οποίες είχαν ναρκοθετήσει τα λιμάνια της Νικαράγουας) και ζητώντας από την Ουάσιγκτον να θέσει τέλος στο έγκλημα, χωρίς να ξεχάσει να πληρώσει υψηλές αποζημιώσεις και τόκους. Οι ΗΠΑ απάντησαν ότι δεν θα συμμορφώνονταν με την απόφαση και δεν θα αναγνώριζαν πλέον τη δικαιοδοσία του Διεθνούς Δικαστηρίου.

Η Νικαράγουα ζήτησε τότε από το Συμβούλιο Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών την υιοθέτηση μιας απόφασης η οποία απαιτούσε από όλα τα κράτη να σέβονται το διεθνές δίκαιο. Δεν αναφερόταν σε κανένα ιδιαίτερα, αλλά όλοι είχαν καταλάβει. Οι Ηνωμένες Πολιτείες αντέταξαν το βέτο τους σ' αυτή την απόφαση. Έτσι, μέχρι σήμερα, είναι το μοναδικό κράτος που έχει καταδικαστεί από το Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης και ταυτόχρονα έχει αντιταχθεί σε μια απόφαση που απαιτεί... τον σεβασμό του διεθνούς δικαίου. Στη συνέχεια, στράφηκε στη Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ. Η απόφαση την οποία πρότεινε για ψήφιση δεν συνάντησε παρά τρεις αντιρρήσεις: από τις Ηνωμένες Πολιτείες, από το Ισραήλ και από το Ελ Σαλβαδόρ. Τον επόμενο χρόνο, ζήτησε την ψήφιση της ίδιας απόφασης. Αυτή τη φορά, μόνο το Ισραήλ υποστήριξε τη θέση της κυβέρνησης Ρίγκαν. Σ' αυτή τη φάση, η Νικαράγουα δεν διέθετε πλέον κανένα μέσο δικαίου. Όλα είχαν αποτύχει σε έναν κόσμο που διέπεται από την ισχύ. Αυτό το προηγούμενο δεν δημιουργεί καμία αμφιβολία. Πόσες φορές, άραγε, έχουμε μιλήσει γι' αυτό στο πανεπιστήμιο, στις εφημερίδες;

Η ιστορία αποκαλύπτει πολλά πράγματα. Κατ' αρχάς, ότι η τρομοκρατία αποδίδει. Η βία, επίσης. Έπειτα, ότι έχουμε άδικο να πιστεύουμε ότι η τρομοκρατία είναι το εργαλείο των αδυνάμων. Όπως τα περισσότερα θανατηφόρα όπλα, η τρομοκρατία είναι κυρίως το όπλο των ισχυρών. Όταν ισχυριζόμαστε το αντίθετο, είναι μόνο επειδή οι ισχυροί ελέγχουν επίσης τους ιδεολογικούς και πολιτιστικούς μηχανισμούς που επιτρέπουν ο τρόμος τους να μοιάζει με κάτι άλλο και όχι με τρόμο.

Ένα από τα πιο συνηθισμένα μέσα που διαθέτουν για να πετυχαίνουν ένα τέτοιο αποτέλεσμα είναι να εξαφανίζουν τη μνήμη ενοχλητικών γεγονότων. Έτσι, κανένας πλέον δεν τα θυμάται. Επιπλέον, η δύναμη της προπαγάνδας και των αμερικανικών δογμάτων είναι τέτοια που επιβάλλεται ακόμη και στα θύματά της. Πηγαίνετε στην Αργεντινή και θα πρέπει να θυμηθείτε αυτό που μόλις ανέφερα: «Μα ναι, αλλά το έχουμε ξεχάσει!».

Πριν από μερικά χρόνια, ο αυτοθαυμασμός χαλούσε κόσμο: τέλος της Ιστορίας, νέα παγκόσμια τάξη, κράτος δικαίου, ανθρωπιστική επέμβαση κ.λπ. Ήταν πολύ συνηθισμένο φαινόμενο, ενώ μάλιστα αφήναμε να διαπράττεται μια σειρά από σφαγές. Ακόμη χειρότερα, συμβάλλαμε σ' αυτές με ενεργό τρόπο. Όμως, ποιος μιλούσε γι' αυτές; Ένα από τα επιτεύγματα του δυτικού πολιτισμού είναι ίσως ότι καθιστά εφικτό αυτό το είδος της ασυνέπειας σε μια ελεύθερη κοινωνία. Ένα ολοκληρωτικό κράτος δεν διαθέτει αυτό το χάρισμα.

Τι είναι, λοιπόν, η τρομοκρατία; Στα αμερικανικά στρατιωτικά εγχειρίδια, τρόμος σημαίνει υπολογισμένη χρήση της βίας, της απειλής χρήσης βίας, του εκφοβισμού, του καταναγκασμού ή του φόβου για πολιτικούς ή θρησκευτικούς σκοπούς. Το πρόβλημα ενός τέτοιου ορισμού είναι ότι καλύπτει με αρκετή ακρίβεια αυτό που οι Ηνωμένες Πολιτείες αποκάλεσαν πόλεμο χαμηλής έντασης, διεκδικώντας αυτό το είδος πρακτικής. Εξάλλου, τον Δεκέμβριο του 1987, όταν η Γενική Συνέλευση των Ηνωμένων Εθνών υιοθέτησε μιαν απόφαση κατά της τρομοκρατίας, μια χώρα, η Ονδούρα, απείχε και δύο άλλες, οι Ηνωμένες Πολιτείες και το Ισραήλ, αντιτάχθηκαν σ' αυτή. Γιατί το έκαναν αυτό; Εξαιτίας μιας παραγράφου της απόφασης, η οποία έλεγε ότι δεν έπρεπε να αμφισβητείται το δικαίωμα των λαών να αγωνίζονται ενάντια σ' ένα αποικιοκρατικό καθεστώς ή ενάντια σε μια στρατιωτική κατοχή.

Για να αγωνιστούμε κατά της τρομοκρατίας επιβάλλεται να μειώσουμε το επίπεδο του τρόμου, όχι να το αυξήσουμε. Ένα μέσο για να μειώσουμε το επίπεδο του τρόμου θα ήταν να σταματήσουμε να συμβάλλουμε οι ίδιοι σ' αυτόν. Έπειτα, να σκεφτούμε τους πολιτικούς προσανατολισμούς που δημιούργησαν ένα απόθεμα υποστήριξης, το οποίο εκμεταλλεύτηκαν στη συνέχεια οι χορηγοί της επίθεσης. Τις τελευταίες εβδομάδες, η συνειδητοποίηση, από την αμερικανική κοινή γνώμη, όλων των πλευρών της διεθνούς πραγματικότητας, των οποίων την ύπαρξη μόνο οι ελίτ υποψιάζονταν στο παρελθόν, ίσως αποτελεί ένα βήμα προς αυτή την κατεύθυνση.

* Ο Noam Chomsky είναι ομότιμος καθηγητής στο ΜΙΤ της Βοστόνης

Διαβάστε ολόκληρο το άρθρο στην διεύθυνση http://monde-diplomatique.gr/?p=2524

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

ΓΝΩΜΕΣ

ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ

EDITORIAL

ΑΝΑΛΥΣΗ

SOCIAL