Live τώρα    
17°C Αθήνα
ΑΘΗΝΑ
Αίθριος καιρός
17 °C
13.4°C18.7°C
3 BF 63%
ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ
Ελαφρές νεφώσεις
15 °C
12.0°C16.9°C
1 BF 66%
ΠΑΤΡΑ
Αίθριος καιρός
16 °C
14.3°C16.6°C
2 BF 61%
ΗΡΑΚΛΕΙΟ
Ελαφρές νεφώσεις
14 °C
13.8°C18.0°C
2 BF 62%
ΛΑΡΙΣΑ
Αίθριος καιρός
10 °C
9.9°C14.6°C
2 BF 76%
Δεκέμβριος 1998 / Η ιταλική εξαίρεση
  • Μείωση μεγέθους γραμματοσειράς
  • Αύξηση μεγέθους γραμματοσειράς
Εκτύπωση

Δεκέμβριος 1998 / Η ιταλική εξαίρεση

Της Rossana Rossanda*

Η Ιταλία παραμένει μια εξαιρετική περίπτωση. Δύο χρόνια μετά την εκλογική της νίκη το 1996, η πρώτη κυβέρνηση των αριστερών δυνάμεων αντιμετώπισε κρίση για τον προϋπολογισμό του 1999: το νεοσύστατο Κόμμα της Κομμουνιστικής Επανίδρυσης απέσυρε την υποστήριξή του από την κυβέρνηση, κάτι το οποίο είχε αποφασιστική σημασία στη Βουλή.1 Θα είχαμε νέες εκλογές αν ο εντολοδόχος πρωθυπουργός δεν κατάφερνε να εξασφαλίσει, στη θέση των ψήφων του PRC, τις ψήφους της Δημοκρατικής Ρεπουμπλικανικής Ένωσης (UDR), ενός μικρού σχηματισμού από πρώην χριστιανοδημοκράτες συσπειρωμένους γύρω από τον πρώην Πρόεδρο της Δημοκρατίας Φραντσέσκο Κοσίγκα, οι οποίοι είχαν εκλεγεί με τον Πόλο της Ελευθερίας του Σίλβιο Μπερλουσκόνι.2

Την ίδια ώρα, η Επανίδρυση γνώριζε τη διάσπαση: η πλειοψηφία ακολουθούσε τον γενικό γραμματέα Φάουστο Μπερτινότι στην αντιπολίτευση, αλλά μια σημαντική μειοψηφία και η πλειονότητα των βουλευτών, μαζί με τον ιδρυτή Αρμάντο Κοσούτα, σχημάτιζαν ένα νέο κόμμα (τους Ιταλούς Κομμουνιστές), ψήφιζαν υπέρ της κυβέρνησης Ντ' Αλέμα και δέχονταν μάλιστα να συμμετάσχουν σ' αυτή.

Παραδόξως, αυτή η πλειονότητα, διευρυμένη προς το κέντρο και ακρωτηριασμένη από τα αριστερά, διευθύνεται από έναν πρώην κομμουνιστή: τον καθολικό Ρομάνο Πρόντι, ηγέτη της Ελιάς,3 διαδέχθηκε ο Μάσιμο Ντ' Αλέμα, γραμματέας του PDS, ο πρώτος πρώην κομμουνιστής που έγινε αρχηγός κυβέρνησης σε μια χώρα της Δύσης. Άλλωστε, αυτή η επιλογή προκάλεσε ανησυχία στο Βατικανό και εξόργισε τη Δεξιά. Τι περίεργο δημιούργημα αυτή η δεύτερη κυβέρνηση της Κεντροαριστεράς. Πώς να εξηγηθεί η συγκρότησή της; Πρώτα απ' όλα, από την αγωνία της πλειοψηφίας της Ελιάς να αποφευχθεί η προσφυγή στις κάλπες σε μια στιγμή που οι δημοσκοπήσεις προέβλεπαν τη νίκη της Δεξιάς. Έπειτα, από την προσδοκία του Ντ' Αλέμα να οργανώσει τις επόμενες βουλευτικές εκλογές με έναν εκλογικό νόμο που να καθιστά αριθμητικά λιγότερο εύθραυστη τη νικηφόρα συμμαχία, όποια και να 'ναι - ακόμα και ο Πόλος της Ελευθερίας είχε πέσει δύο χρόνια μετά την εκλογή του λόγω της αποσκίρτησης της Λέγκας του Βορρά. Τέλος, ο ηγέτης του PDS σκοπεύει να επιχειρήσει, πριν τις προσεχείς εκλογές, ορισμένες τροποποιήσεις στην κατανομή των εξουσιών. Οι θεσμοί που βασίζονται, εδώ και πενήντα χρόνια, στην απλή αναλογική εναποθέτουν στα χέρια του νικητή των εκλογών όλους τους μοχλούς εξουσίας της χώρας. Έτσι, για δύο χρόνια, η Ιταλία βρέθηκε στο έλεος του Μπερλουσκόνι, ιδιοκτήτη μιας υπερδύναμης στα μέσα ενημέρωσης -τρία εθνικά τηλεοπτικά κανάλια, μια εφημερίδα, ο πιο μεγάλος εκδοτικός οίκος και ένα τεράστιο διαφημιστικό δίκτυο- συνδεδεμένης με μια πραγματική οικονομική αυτοκρατορία και υπόδικου για διαφθορά και κατάχρηση δημόσιου χρήματος.

Η παρούσα κυβέρνηση συμμετέχει λοιπόν σε μια επιχείρηση ιδιαίτερα πολιτική, που αποσκοπεί να αλλάξει τους κανόνες του παιχνιδιού: αυτός είναι ο λόγος της συμμαχίας ανάμεσα στην Ελιά και στον Κοσίγκα, ο οποίος δηλώνει αποφασισμένος εχθρός της Αριστεράς, αλλά επιθυμεί να αποσταθεροποιήσει τον Σίλβιο Μπερλουσκόνι για να ηγηθεί ο ίδιος σε μια εναλλακτική λύση μιας πιο ευπαρουσίαστης Κεντροδεξιάς.

Πρόσφατα, ο Αλεξάντρ Αντλέρ στην «Le Monde» έπλεξε το εγκώμιο -όχι χωρίς μια δόση ειρωνείας του ιταλικού μακιαβελισμού- αυτού του επιδέξιου συμβιβασμού ανάμεσα στην Αριστερά και στο Κέντρο, που θα μπορούσε να λειτουργήσει σε όλη την Ευρώπη. Αλλά η φόρμουλα του Ντ' Αλέμα δεν είναι δυνατό να μεταφερθεί αλλού, ιδίως αφού αποποιείται τον ρόλο του «μεγάλου συνασπισμού».

Αντίθετα, αποσκοπεί να δημιουργήσει ένα διπολικό σύστημα παρόμοιο με των άλλων ευρωπαϊκών δημοκρατιών, με έναν πόλο της Αριστεράς οργανωμένο γύρω από μια ισχυρή Σοσιαλδημοκρατία (είναι ο ρόλος που αναθέτει στον εαυτό του το PDS) και έναν πόλο της Κεντροδεξιάς χτισμένο πάνω σε μια φιλελευθερο - καθολική δύναμη (που να μειώνει στο μισό τη δύναμη του στυγνού επιχειρηματία Μπερλουσκόνι). Έτσι θα έμεναν στα δύο άκρα μια κομμουνιστική Αριστερά (Επανίδρυση) και μια Δεξιά λίγο - πολύ εξευγενισμένη: η Εθνική Συμμαχία (ΑΝ), δηλαδή το νεοφασιστικό πρώην Ιταλικό Κοινωνικό Κίνημα (MSI).

Μπορεί, βέβαια, κανείς να προβληματιστεί για την υπερβολική έφεση της ιταλικής Αριστεράς στα μικροπολιτικά παιχνίδια. Όμως είναι αλήθεια ότι καμία άλλη χώρα της δυτικής Ευρώπης δεν είναι αντιμέτωπη με την αναγκαιότητα μιας τέτοιας ανασύνθεσης του πολιτικού σκηνικού. Η σπουδαιότητα αυτής της ανάγκης, ακόμα και σήμερα, σε σχέση με τα κοινωνικά ζητήματα, απορρέει από τη συνταγματική ασάφεια στην οποία οδήγησαν οι σεισμικές ανακατατάξεις των πρώτων χρόνων της δεκαετίας του '90. Από τον πόλεμο και μέχρι τότε, τη χώρα κυβερνούσε πάντα η Χριστιανοδημοκρατία (DC) -έχοντας στα δεξιά της ένα μικρό νεοφασιστικό κόμμα- απέναντι στην αντιπολίτευση του πιο μεγάλου κομμουνιστικού κόμματος της Ευρώπης. Το PCI είχε πράγματι καταφέρει να ξεπεράσει το 30% το 1983 και συνέχιζε να διαθέτει ένα ισχυρό δυναμικό μελών, κύρος και επιρροή στους διανοούμενους, στοιχεία τα οποία είχαν χάσει τα άλλα κομμουνιστικά κόμματα.

Κατά τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου, η γεωστρατηγική κατάσταση της χώρας, στη μέση της Μεσογείου και στα σύνορα των Βαλκανίων, βοήθησε να δοθεί δραματικός τόνος στην άνοδο των κομμουνιστών, παρασύροντας προς τη Χριστιανοδημοκρατία ψηφοφόρους οι οποίοι σε άλλη περίπτωση θα κατευθύνονταν προς φιλελεύθερα ή δημοκρατικά κόμματα. Εξ ου και η εμπλοκή του συστήματος: το PCI δεν γινόταν να κερδίσει, η Χριστιανοδημοκρατία δεν γινόταν να χάσει.

Όμως, η απόπειρα του «ιστορικού συμβιβασμού», που πρότεινε ο κομμουνιστής ηγέτης Ενρίκο Μπερλινγκουέρ στα μέσα της δεκαετίας του '70, δεν επρόκειτο να πείσει ούτε τη Χριστιανοδημοκρατία, αγκιστρωμένη στον αποκλεισμό, για λόγους αρχής, του PCI από την εξουσία, ούτε το σύνολο της κομμουνιστικής και συνδικαλιστικής βάσης, και ακόμα λιγότερο τα «κινήματα» της δεκαετίας του '70. Ορισμένα από αυτά είχαν άλλωστε ριζοσπαστικοποιηθεί τόσο ώστε να περάσουν στον ένοπλο αγώνα. Δεν είναι τυχαίο το ότι δολοφόνησαν την πιο αντιπροσωπευτική προσωπικότητα της Χριστιανοδημοκρατίας, τον Άλντο Μόρο, την εποχή που αυτός βρισκόταν σε διάλογο με τον κομμουνιστή ηγέτη.

Τρία χρόνια -από το 1976 έως το 1979- ήταν αρκετά ώστε ο «ιστορικός συμβιβασμός» να αποτύχει. Στα χρόνια του '80 όλη η εξουσία επέστρεψε στη συμμαχία της Χριστιανοδημοκρατίας και του Σοσιαλιστικού Κόμματος (PSI) του Μπετίνο Κράξι. Ήταν η πιο αλαζονική περίοδος διακυβέρνησης που γνώρισε η χώρα.

Χρειάστηκε η επιχείρηση «Καθαρά Χέρια» για να ανατραπεί το σενάριο. Η έκταση της διαφθοράς ήταν τεράστια, απροσδόκητη. Η απόρριψη που ακολούθησε ως λαϊκή αντίδραση σάρωσε τόσο τη Χριστιανοδημοκρατία όσο και το PSI: μεταξύ του 1987 και του 1992 τα δύο κόμματα έχασαν 18 εκατομμύρια ψήφους! Όμως, η πτώση του Τείχους του Βερολίνου είχε πλήξει την ταυτότητα και την αξιοπιστία του κομμουνιστικού κόμματος. Παρά την αλλαγή στο όνομα και στην προοπτική, δεν ήταν σε θέση να γεμίσει το απέραντο κενό που είχε δημιουργηθεί στο Κέντρο.

Αποτέλεσμα ήταν να επιφορτιστεί αυτό τον ρόλο ο Σίλβιο Μπερλουσκόνι, μετατρέποντας σε κόμμα -τη Φόρτσα Ιτάλια- την ετοιμοπόλεμη μηχανή του στα μέσα ενημέρωσης και τη διαφήμιση και συμμαχώντας με το MSI, αλλά επίσης και με τη Λέγκα του Βορρά, ένα κόμμα φεντεραλιστικό και αποσχιστικό, σε πλήρη άνοδο στις πιο δυναμικές οικονομικά περιοχές: Λομβαρδία, Πιεμόντε και Βενετία. Αυτός ο Πόλος της Ελευθερίας έμελλε να γοητεύσει, μέσα σε τέσσερις μήνες, την απόλυτη πλειοψηφία των εκλογέων.

Στο εξωτερικό έχει υποτιμηθεί η σφοδρότητα αυτής της παρέκκλισης προς τα δεξιά. Ήταν η έκφραση απόρριψης της πολιτικής, παράδοσης στους νόμους της αγοράς και της επιχείρησης, που ενσαρκώνονται από τον μεγαλοεπιχειρηματία του Βορρά και μεγιστάνα της επικοινωνίας. Ήταν η έκφραση άρνησης στην αλληλεγγύη και δυσπιστίας προς τα κοινωνικά δικαιώματα που υποτίθεται πως υποσκάπτουν την ανάπτυξη. Με την εξύμνηση της «κοινής λογικής», την αυτάρεσκη περιφρόνηση του πολιτισμού, την άσκηση ενός αντικομμουνισμού χωρίς προηγούμενο από την εποχή του Ψυχρού Πολέμου, επιβαλλόταν ένας χονδροειδής και αλαζονικός ρεβιζιονισμός.

Η ανάκαμψη των δυνάμεων της Αριστεράς ήταν δύσκολη: το 1994, το PDS και η Επανίδρυση είχαν συγκεντρώσει, μαζί, τον ίδιο αριθμό ψήφων που είχε πάρει το PCI πριν από τη διάσπαση. Για να επικρατήσουν το 1996, έπρεπε λοιπόν να τους υποστηρίξουν οι Λαϊκοί (η παλιά αριστερή πτέρυγα της Χριστιανοδημοκρατίας), οι Πράσινοι, μερικά απομεινάρια από το PSI και άλλοι ανεξάρτητοι. Συγκεντρωμένοι στον συνασπισμό της Ελιάς, μόλις που κατάφεραν να εξασφαλίσουν την πλειοψηφία των εδρών, χωρίς όμως να αποσπάσουν την πλειοψηφία των ψήφων.

Να φράξουν τον δρόμο στην άνοδο της Φόρτσα Ιτάλια και να καταστήσουν εφικτή -χάρη σε μια τροποποίηση των κανόνων του παιχνιδιού- μια εναλλαγή λιγότερο τραυματική: αυτή έγινε η εμμονή των δημοκρατικών. Όμως, η κοινοβουλευτική επιτροπή, αποτελούμενη από εκπροσώπους της πλειοψηφίας και της αντιπολίτευσης και απαραίτητη σε κάθε συνταγματική αναθεώρηση, τορπιλίστηκε την άνοιξη του 1998 από τον Μπερλουσκόνι μετά από δύο χρόνια εργασιών. Έτσι, όταν η Επανίδρυση απέσυρε την υποστήριξή της από την κυβέρνηση Πρόντι και ο Κοσίγκα πρόσφερε τις ψήφους του, ήταν μεγάλος ο πειρασμός να διασπαστεί το τείχος της Φόρτσα Ιτάλια. Μένει να δούμε αν η συμμαχία με πολύ συντηρητικούς καθολικούς, ικανούς όσο και φιλόδοξους, δεν θα προσφέρει στους Χριστιανοδημοκράτες, που θεωρούνταν ξοφλημένοι, έναν αποφασιστικό ρόλο στον σχηματισμό αυτής της μέχρι τώρα δυσεύρετης εξευγενισμένης Δεξιάς, που δεν θα είναι λαϊκίστικη, ούτε δημοψηφισματική, ούτε πληβειακή.

Όμως, η Επανίδρυση είχε προκαλέσει την κρίση της κυβέρνησης Πρόντι με βάση την προτεραιότητα που έπρεπε να δοθεί στην κοινωνική πολιτική. Οι κομμουνιστές προειδοποιούσαν από τον Μάιο του 1998: «Ή στροφή ή ρήξη». Αν υποστήριξαν την πρώτη κυβέρνηση της Κεντροαριστεράς, το έκαναν για να νικήσουν τον Μπερλουσκόνι. Είχαν μάλιστα αποδεχθεί τον στόχο της εξυγίανσης των δημόσιων οικονομικών ώστε η Ιταλία να μπορέσει να πάρει μέρος στην πρώτη ομάδα των χωρών που θα συμμετείχαν στο ενιαίο νόμισμα. Ήταν μια πολύ δύσκολη επιλογή για την Επανίδρυση - το PDS, από την πλευρά του, δήλωνε ήδη από καιρό ευρωπαϊκό.

Στην κριτική τους για τη συνθήκη του Μάαστριχτ και το Σύμφωνο Σταθερότητας του Άμστερνταμ, οι κομμουνιστές δεν αρνιούνταν ότι η χρέωση της χώρας ήταν σε κάθε περίπτωση αβάσταχτη - 120% του εθνικού εισοδήματος. Αυτή η καταστροφή οφείλεται εν μέρει στη διαφθορά η οποία κατασπατάλησε το δημόσιο χρήμα: η κυριαρχία του πελατειακού συστήματος γενίκευσε τις καταχρήσεις από τους ιδιώτες ή τα κόμματα στις δημόσιες ή ημιδημόσιες επιχειρήσεις. Εξηγείται όμως κυρίως από την ανισορροπία ανάμεσα στην πληθωρική δημόσια διοίκηση, την ισχυρή βιομηχανία στον Βορρά και την παρωχημένη παραγωγική δομή στο Μετζοτζιόρνο (Σ.τ.Μ.: στον Νότο). Οικονομικά, πράγματι, η χώρα ποτέ δεν ενοποιήθηκε. Ο αριθμός των ανέργων έφτασε τα τρία εκατομμύρια και σχεδόν όλοι τους είναι στον Νότο.

Αυτό είναι το πανόραμα της Ιταλίας στα τέλη του 1998. Μέσα στο πολιτικό σκηνικό με τις άλλες αριστερές κυβερνήσεις στην Ευρώπη -στη Γαλλία, τη Βρετανία και τώρα τη Γερμανία-, είναι μια κατάσταση πρωτότυπη. Η αλλαγή κυβέρνησης φαίνεται να διαψεύδει την τάση σε όλες τις άλλες σοσιαλδημοκρατίες να δοκιμάζουν ορισμένα μέτρα -προσεκτικά, είναι αλήθεια- απέναντι στην αποτυχία του νεοφιλελευθερισμού και τη στασιμότητα της οικονομικής μεγέθυνσης. Όλα εξελίσσονται σαν αυτό το μήνυμα να μην έχει φτάσει ακόμα στην Ιταλία, χαμένη μέσα στη μεγάλη και συγκεχυμένη μετάλλαξη της ιδιοκτησίας, των εργασιακών σχέσεων και της υποκειμενικότητας σε αυτό που υπήρξε, κάποτε, το πιο προχωρημένο κοινωνικό και πολιτικό εργαστήριο της μεταπολεμικής περιόδου.

Χωρίς προοπτική, η πολιτική δεν καταφέρνει να κυβερνήσει - και η κοινωνία να εκφραστεί. Η Ιταλία δεν γνώρισε ισχυρούς κοινωνικούς αγώνες μετά τη μεγάλη κινητοποίηση για την υπεράσπιση των συντάξεων, πριν από τρία χρόνια. Οι μόνοι που μουρμουρίζουν είναι οι ομάδες των ανέργων και οι νέοι αποκλεισμένοι, που αποκαλούνται «αόρατοι» και βρίσκουν κάποιο καταφύγιο στα κέντρα πρόνοιας. Αλλά, μέχρι τώρα, το πραγματικό κεφάλαιο της κοινωνικής και πολιτικής Ευρώπης δεν έχει ακόμα ανοίξει.

* Η Rossana Rossanda είναι Ιταλίδα πολιτικός και δημοσιογράφος

1 Το Κόμμα της Κομμουνιστικής Επανίδρυσης (ΚΚΕ) είναι ένα από τα δύο κόμματα που προέκυψαν από το Ιταλικό Κομμουνιστικό Κόμμα (PCI), του οποίου η πλειοψηφία σχημάτισε το 1991 το Δημοκρατικό Κόμμα της Αριστεράς (PDS).

2 Ο Πόλος περιλάμβανε τη Φόρτσα Ιτάλια του Σίλβιο Μπερλουσκόνι και την Εθνική Συμμαχία του Τζιανφράνκο Φίνι, καθώς επίσης και το Χριστιανοδημοκρατικό Κέντρο (CCD) και τη Χριστιανοδημοκρατική ένωση (CDU), που αμφότερα προέκυψαν από τη Χριστιανοδημοκρατία. Κάποια στιγμή είχε και τη στήριξη της Λέγκας του Ουμπέρτο Μπόσι.

3 Η Ελιά αποτελείται από το PDS του Μάσιμο Ντ' Αλέμα, τους Πράσινους, το Ιταλικό Λαϊκό Κόμμα (ΡΡΙ) -που, επίσης, προέκυψε από τη Χριστιανική Δημοκρατία- και ένα τμήμα του Σοσιαλιστικού Κόμματος. Είχε την εξωτερική στήριξη, μέχρι την τελευταία κρίση, του ΚΚΕ.

Ολόκληρο το κείμενο στη διεύθυνση http://monde-diplomatique.gr/?p=2504

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

ΓΝΩΜΕΣ

ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ

EDITORIAL

ΑΝΑΛΥΣΗ

SOCIAL